- Μάνχαϊμ
- (Mannheim). Πόλη (308.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο Μπάντεν-Βυρτεμβεργη (35.751 τ. χλμ., 10.600.906 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ρήνου, στο σημείο της συμβολής του με τον Νέκαρ και απέναντι από την πόλη Λούντβιχσχαφεν.
Αποτελεί μεγάλο εμπορικό κέντρο, είναι οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και διαθέτει ένα από τα σπουδαιότερα ποτάμια λιμάνια της Ευρώπης. Ο βιομηχανικός κλάδος είναι ανεπτυγμένος στους τομείς της σιδηρουργίας, της μηχανουργίας, των χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, της υφαντουργίας και των ειδών διατροφής. Η πόλη βομβαρδίστηκε σφοδρά κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πόλεμου, αν και πολλά μνημεία του σώθηκαν ή ανοικοδομήθηκαν· τα πιο πολλά από αυτά είναι του 18oυ αι. και ανήκουν στον ρυθμό μπαρόκ, όπως το δουκικό ανάκτορο και ο ναός των ιησουιτών. Αποτελεί επίσης πολιτιστικό κέντρο της περιοχής και είναι έδρα πανεπιστημίου.
Την περίοδο του Μεσαίωνα αποτελούσε ένα μικρό ψαράδικο χωριό· η πόλη ιδρύθηκε ουσιαστικά στις αρχές του 17ου αι., όταν ο Φρειδερίκος Δ’ του Παλατινάτου έχτισε εκεί ένα ισχυρό φρούριο το 1606. Ως στρατιωτική βάση, πολιορκήθηκε και κυριεύθηκε επανειλημμένα, ενώ το 1689 πυρπολήθηκε από τους Γάλλους. Ανοικοδομήθηκε το 1699 με ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο (ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα) και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του Παλατινάτου· το 1803 περιήλθε στο μεγάλο δουκάτο του Μπάντεν.
Ο ναός των ιησουϊτών στο Μανχάιμ, σε ρυθμό μπαρόκ, η κατασκευή του οποίου κράτησε από το 1733 έως το 1746.
Ο πύργος του μεγάλου δούκα (18ος αι.), ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της γερμανικής πόλης Μανχάιμ.
Dictionary of Greek. 2013.